Οι παιδίατροι συμβουλεύουν
Προσέξτε τη διατροφή τους, για να αποφύγουν τον διαβήτη.
Μετά τη συνεχόμενη άνοδο των ποσοστών της παιδικής παχυσαρκίας οι παιδίατροι παγκοσμίως αναγκάζονται, πλέον, να κάνουν κάτι, που πριν από μια δεκαετία θα θεωρείτο περιττό. Συγκροτούν έναν οδηγό για τη διατροφή των ανηλίκων με γνώμονα να μειώσουν τα περιστατικά του σακχαρώδους διαβήτη.
Ο διαβήτης τύπου 1, όταν δηλαδή ο οργανισμός αδυνατεί να παράγει αρκετή ινσουλίνη που παράγουν τα κύτταρα για την επεξεργασία της γλυκόζης στο αίμα, έχει διαγνωστεί σε παιδιά εδώ και αρκετό καιρό, αλλά το τελευταίο διάστημα οι παιδίατροι βλέπουν μία αύξηση στα περιστατικά με διαβήτη τύπου 2, όταν δηλαδή λιπώδη κύτταρα μεγεθύνονται λόγω της αύξησης του σωματικού βάρους και έτσι αδυνατεί το σώμα να διασπά τα σάκχαρα.
Σύμφωνα με έρευνες, που δημοσιεύονται στο Time, μέχρι και το 1/3 των περιπτώσεων με διαβήτη, που διαγιγνώσκονται στα παιδιά είναι «τύπου 2», ένα είδος διαβήτη, που αναπτύσσεται αργότερα στη ζωή τους, ίσως μετά την ηλικία των σαράντα ετών. Το ζήτημα είναι ότι οι παιδίατροι δεν είχαν ασχοληθεί μέχρι τώρα με το συγκεκριμένο τύπο διαβήτη, καθώς δεν είχαν αρκετά κρούσματα. Επειδή, όμως, τώρα πια τα δεδομένα έχουν αλλάξει η Ακαδημία αποφάσισε ότι υπάρχει ανάγκη για σαφείς συμβουλές για τη θεραπεία αυτών των παιδιών.
Τα παιδιά με διαβήτη, τύπου 2, δεν χρειάζονται απαραίτητα ινσουλίνη. Μπορούν αρχικά να υποβληθούν σε θεραπεία με φάρμακο, που αυξάνει την ευαισθησία τους στην ινσουλίνη. Το σημαντικότερο είναι ότι θα πρέπει να ενθαρρύνονται να γυμναστούν. Οι γιατροί θα πρέπει να συμβουλεύουν τους πάσχοντες να ασκηθούν τουλάχιστον μία ώρα την ημέρα και να μην μένουν καθηλωμένοι σε οθόνη περισσότερο από δύο ώρες την ημέρα.
Οι παιδίατροι θα πρέπει να συμβουλεύουν τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά να χάσουν βάρος, και να ασκούνται τακτικά. Μελέτες για τη διατροφή και τη σωματική δραστηριότητα σε ενήλικες έδειξαν ότι πολλοί διαβητικοί θα μπορούσαν να μειώσουν την εξάρτησή τους από τα φάρμακα, ενώ οι άνθρωποι, οι οποίοι είναι πιθανό να αναπτύξουν την ασθένεια, θα μπορούσαν να μειώσουν τον κίνδυνο κατά 58% σε σύγκριση με εκείνους, που δεν είχαν αλλάξει τις διατροφικές τους συνήθειες.